-
1 κατάμυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάμυσις
См. также в других словарях:
κατάμυσις — κατάμυσις, ἡ (Α) [καταμύω] 1. το κλείσιμο τών ματιών 2. το νεύμα με τα βλέφαρα («γέλωτι και λαλιῇ καὶ καταμύσει», Αρετ.) … Dictionary of Greek